μίσθιον

μίσθιον
μίσθιος
salaried
masc acc sg
μίσθιος
salaried
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερδομίσθιον — ή κερδόμισθον, τό (Μ) το κέρδος από εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μίσθιον (< μισθός), πρβλ. αντι μίσθιον, ημερο μίσθιον] …   Dictionary of Greek

  • наимьникъ — НАИМЬНИК|Ъ (42), А с. 1. То же, что наимитъ в 1 знач.: Не озълоби раба дѣлаюшта въ истинѹ. ни наимь‹ни›‹ка› дѣлаюшта. дѹшеѭ ‹с›воѥѭ. (μίσϑιον) Изб 1076, 159; егда ѿходѧть наемници или дѣлатели работавъшеи ѹ тебе. КР 1284, 259б; ѿ ѹтра помолихъсѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Misthi — also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek city in the region of Cappadocia, nowadays Turkey …   Wikipedia

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • κτηνομίσθιο — το (Μ κτηνομίσθιον) το μίσθωμα που καταβάλλεται από μισθωτή ζώου στον ιδιοκτήτη του, το αγώγι νεοελλ. το χωριστά συμφωνημένο ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβληθεί από τον μισθωτή αγροτικού κτήματος στον ιδιοκτήτη για τη χρησιμοποίηση ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”